- παναισχραμορφία
- πᾰν-αισχραμορφία, ἡ,A absolute ugliness, Tz.H.3.216.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παναισχραμορφία — παναισχραμορφία, ἡ (Μ) πλήρης δυσμορφία, μεγάλη ασχήμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰσχρά + μορφή] … Dictionary of Greek